- ἔντερα
- ἔντερονpiece of the gutsneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ἐντερᾷ — ἐν τεράζω interpret portents fut ind mid 2nd sg (epic) ἐν τεράζω interpret portents fut ind act 3rd sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἄντερ' — ἔντερα , ἔντερον piece of the guts neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
τἄντερα — ἔντερα , ἔντερον piece of the guts neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἔντερ' — ἔντερα , ἔντερον piece of the guts neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αλλαντικά — Προϊόντα, κυρίως από χοιρινό κρέας, που παρασκευάζονται με αλάτισμα (χοιρομέρι, σπάλα χοιρινή κλπ.) ή με κρέας ψιλοκομμένο και συντηρημένο μέσα σε περιβλήματα (σαλάμια, λουκάνικα κλπ.). To αλάτισμα, ως τρόπος συντήρησης των ωμών κρεάτων,… … Dictionary of Greek
χολάς — (I) και χολλάς, άδος, ἡ, Α 1. συν. στον πληθ. αί χολάδες και χολλάδες α) τα έντερα («ἐντέρων τὰ μὲν ἄνω λεπτὰ καὶ χολώδεα μέσφι τοῡ τυφλοῡ χολάδες ἐπίκλην», Αρετ.) β) χορδές κατασκευασμένες από έντερα 2. (στον εν.) α) η μεταξύ τού στηθικού… … Dictionary of Greek
αεροφαγία — Πάθηση που οφείλεται στην κατακράτηση αέρα από το πεπτικό σύστημα. Ο ασθενής έχει συχνά ρεψίματα, που ανακουφίζουν το στομάχι. Πολλές φορές ο αέρας προχωρεί στα έντερα, οπότε βρίσκει διέξοδο από το απευθυσμένο. Η α. προκαλείται είτε από άφθονη… … Dictionary of Greek
γονίδιο — Διακεκριμένη κληρονομική μονάδα, διατεταγμένη σε γραμμική μορφή κατά μήκος των χρωμοσωμάτων, που καθορίζει τα χαρακτηριστικά ενός οργανισμού. Το καθένα από τα γ. είναι ο κληρονομικός παράγοντας, υπεύθυνος για κάποιο χαρακτηριστικό ή λειτουργία.… … Dictionary of Greek
ξεγαρδουμίζω — βγάζω τα έντερα κάποιου, ξεκοιλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ξ(ε) * + *γαρδουμίζω (< γαρδούμα / γαρδούμπα «φαγητό από έντερα αρνιού ή κατσικιού παραγεμισμένα με εντόσθια»)] … Dictionary of Greek
χορδή — η, ΝΜΑ, και χόρδα ΝΜ 1. καθετί που κατασκευάζεται από έντερο 2. νηματοειδές σώμα από έντερο, και, σήμερα, από μέταλλο, το οποίο, όταν τεντώνεται πάνω σε ηχείο μουσικού οργάνου και νύσσεται, παράγει ήχο (α. «οι χορδές τής κιθάρας» β. «φόρμιγγος… … Dictionary of Greek